συνδεσμικός

συνδεσμικός
-ή, -όν, ΝΑ [σύνδεσμος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σύνδεσμο, ο συνδετικός
νεοελλ.
φρ. «συνδεσμική περίοδος» ή «συνδεσμικός μήνας»
αστρον. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις τής Σελήνης από τον ίδιο δεσμό, είναι ίσο με 27, 2122 ημέρες και χρησιμεύει για τον υπολογισμό τών εκλείψεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνδεσμικόν — συνδεσμικός conjunctive masc acc sg συνδεσμικός conjunctive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμικαί — συνδεσμικός conjunctive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμικῆς — συνδεσμικός conjunctive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμικῇ — συνδεσμικός conjunctive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμική — συνδεσμικός conjunctive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμικήν — συνδεσμικός conjunctive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμικῷ — συνδεσμικός conjunctive masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεσμικάς — συνδεσμικά̱ς , συνδεσμικός conjunctive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”