- συνδεσμικός
- -ή, -όν, ΝΑ [σύνδεσμος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σύνδεσμο, ο συνδετικόςνεοελλ.φρ. «συνδεσμική περίοδος» ή «συνδεσμικός μήνας»αστρον. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις τής Σελήνης από τον ίδιο δεσμό, είναι ίσο με 27, 2122 ημέρες και χρησιμεύει για τον υπολογισμό τών εκλείψεων.
Dictionary of Greek. 2013.